- πελεκητής
- ο1) резчик; 2) плотник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πελεκητής — ὁ, Α [πελεκώ] αυτός που πελεκά ξύλα … Dictionary of Greek
πελεκητής — ο αυτός που πελεκά, ειδικός τεχνίτης για πελέκημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πελεκητῆς — πελεκητός hewn fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκητῶν — πελεκητής hewer masc gen pl πελεκητός hewn fem gen pl πελεκητός hewn masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πελεκητά — πελεκητά̱ , πελεκητής hewer masc nom/voc/acc dual πελεκητής hewer masc voc sg πελεκητής hewer masc nom sg (epic) πελεκητός hewn neut nom/voc/acc pl πελεκητά̱ , πελεκητός hewn fem nom/voc/acc dual πελεκητά̱ , πελεκητός hewn fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hilarion, S. (2) — 2S. Hilarion (Hilarius), Abb. (28. März). Dieser Abt Hilarion wird, ebenso wie S. Hilarion4, um ihn von dem hl. Hilarion7 zu unterscheiden, der Jüngere genannt. Er lebte in großer Strenge zur Zeit des Bilderstreites in einem Kloster, das… … Vollständiges Heiligen-Lexikon
θεοστήρικτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διακρίθηκε για τους αγώνες του εναντίον της εικονομαχίας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. 2. Λέγεται ότι διετέλεσε ηγούμενος της μονής της Πελεκητής στην Τριγλία. Η μνήμη του τιμάται στις 28… … Dictionary of Greek
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
ορθοκόπος — ὀρθοκόπος, ὁ (Α) πιθ. πελεκητής λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθο κόπος] … Dictionary of Greek
πελεκήτωρ — ορος, ὁ, Α ποιητ. τ. τού πελεκητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα τωρ (πρβλ. γεννή τωρ)] … Dictionary of Greek
πελεκητρίς — ίδος, ἡ, Α 1. θηλ. τού πελεκητής* 2. φρ. «ἀξίνη πελεκητρίς» σκεπαρνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. αυλη τρίς)] … Dictionary of Greek